- λαογραφία
- ηη επιστήμη που εξετάζει το λαϊκό πολιτισμό μιας χώρας, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
λαογραφίαν — λαογραφίᾱν , λαογραφία enrolment fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cappadocian Greek language — Infobox Language name=Cappadocian region=Greece, originally Cappadocia (Central Turkey) speakers=very few, previously thought to be extinct familycolor=Indo European fam2=Greek fam3=Attic iso2=ine|iso3=cpgCappadocian, also known as Cappadocian… … Wikipedia
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
λαογράφος — ο (Α λαογράφος) νεοελλ. ο επιστήμονας που ασχολείται με τη λαογραφία αρχ. 1. αυτός που έκανε απογραφή στον πληθυσμό 2. αξιωματούχος που προσδιόριζε τον κεφαλικό φόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + γράφος (< γράφω). Η λ. με τη νεοελληνική της σημ. είναι… … Dictionary of Greek
Βαν Γκένεπ, Άρνολντ Κουρ — (Arnold Kurr Van Gennep, Λούντβισμπουργκ, Γερμανία 1873 – Επερνέ, Γαλλία 1957). Γερμανός εθνολόγος και λαογράφος που έζησε στη Γαλλία. Σοβαρός και οξυδερκής μελετητής, άρχισε με μερικές εργασίες εθνολογικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων κυρίως Οι… … Dictionary of Greek
Κυριακίδης, Στίλπων — (Κομοτηνή 1887 – Θεσσαλονίκη 1964). Λαογράφος, βυζαντινολόγος και πανεπιστημιακός. Μαθητής του Νικόλαου Πολίτη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συντάκτης του Ιστορικού λεξικού της νέας ελληνικής (1914 18) και διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου (1918 26) … Dictionary of Greek
ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… … Православная энциклопедия